- φιλαργύρου
- φιλάργυροςfond of moneymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φείδων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Θεσπρωτών της Ηπείρου, πλούσιος και φιλόξενος. Έζησε στα ομηρικά χρόνια. 2. Βασιλιάς του Άργους από τη γενιά του Τημένου, των μέσων ίσως του 7ου αι. π.Χ. Κατά τους χρόνους της βασιλείας του το Άργος έγινε … Dictionary of Greek
Πανταλόνε — Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)·… … Dictionary of Greek
θεόφραστος — I (Ερεσσός Λέσβου 372; – 287; π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν ο διασημότερος μαθητής του Αριστοτέλη, ο οποίος τον υπέδειξε ως διάδοχό του στη διεύθυνση του Λυκείου. Έζησε στην Αθήνα, εκτός από μία σύντομη περίοδο απομάκρυνσής του (307), ύστερα από τη νίκη … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
φειδωνίδης — ὁ, Α (στην κωμωδία) ο γιος τού Φείδωνος, φιλάργυρου γέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικό πατρωνυμικό που απαντά στον Αριστοφάνη σχηματισμένο από τη λ. φείδων με την κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek
χαρακτηρισμός — ο, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρακτηρίζω, ο προσδιορισμός τού χαρακτήρα ενός προσώπου ή πράγματος νεοελλ. 1. η περιγραφή τών κύριων γνωρισμάτων πράγματος («δώσε μου έναν χαρακτηρισμό τού φιλάργυρου») 2. κατάταξη σε… … Dictionary of Greek
Αβινιόν — (Avignon).Πόλη (88.000 κάτ. τo 1999) της νότιας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Βοκλίζ, στην αριστερή όχθη του Ροδανού. Η ιδιαίτερη σημασία που κατέχει στην ιστορία ως έδρα των παπών και η γεωγραφική της θέση την κατέστησαν σημείο συνάντησης των… … Dictionary of Greek
Κικέρων — (Marcus Tullius Cicero, Αρπίνο 106 π.Χ. – 43 π.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια πληβείων, η οποία είχε προαχθεί στην τάξη των ιππέων. Το όνομα Cicero προέρχεται πιθανότατα από κάποιο προγονικό παρατσούκλι… … Dictionary of Greek
Ντεβριέν — (Devrient). Οικογένεια Γερμανών ηθοποιών, τα σημαντικότερα μέλη της οποίας ήταν οι εξής: 1. Έμιλ (Emil, Βερολίνο 1803 – Δρέσδη 1872). Υπήρξε λεπτότατος ερμηνευτής των κλασικών και των ρομαντικών. Το 1852 έγινε διευθυντής του οργανισμού που για… … Dictionary of Greek
Ντιλέν, Σαρλ — (CharlesDullin, Ιέν, Σαβοΐα 1885 – Παρίσι 1949). Γάλλος σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Το 1910 γνώρισε την πρώτη του επιτυχία στο Theatre des Arts ερμηνεύοντας τον Σμερντιακόφ στους Αδελφούς Καραμαζόφ. Το 1913… … Dictionary of Greek